συνεξετάζοντες

συνεξετάζοντες
συνεξετάζω
search out and examine along with
pres part act masc nom/voc pl
συνεξετάζω
search out and examine along with
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνεξετάζω — ΝΜΑ ερευνώ από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.) νεοελλ. 1. εξετάζω κάτι παράλληλα με κάτι άλλο 2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οι συνεξεταζόμενοι αυτοί που εξετάζονται μαζί σε μια άσκηση γνώσεων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”